Tι είναι η παρατηρητική μάθηση

Η παρατηρητική μάθηση, επίσης γνωστή και ως κοινωνική μάθηση, είναι μια μορφή μάθησης στην οποία οι άνθρωποι αποκτούν νέα συμπεριφορά παρακολουθώντας κάποιον άλλο να εκτελεί αυτή τη συμπεριφορά.

Ο εκτελών τη συμπεριφορά είναι γνωστός ως «μοντέλο» και ο μαθητής είναι γνωστός ως «παρατηρητής».

Ο πρωτοπόρος ερευνητής της κοινωνικής μάθησης είναι ο Albert Bandura, που εκπόνησε μια σημαντική μελέτη, στην οποία αποδείκνυε πως τα παιδιά μπορούν να μάθουν να έχουν βίαιες συμπεριφορές στο παιχνίδι τους, απλά παρακολουθώντας μία επίδειξη βίαιου παιχνιδιού.

Εδώ, βέβαια, πρέπει να γίνει κάποιος διαχωρισμός. Η παρατηρητική  μάθηση δεν είναι μίμηση. Στη μίμηση ο παρατηρητής μιμείται μια μοντελοποιημένη συμπεριφορά. Στην παρατηρητική μάθηση, αλλάζει την αποκτημένη συμπεριφορά του, πράγμα που σημαίνει πως ο παρατηρητής μπορεί να αρχίσει να έχει μια νέα συμπεριφορά ή να σταματήσει να έχει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, ανάλογα με το πώς η συμπεριφορά αυτή παρουσιάζεται από το μοντέλο και αυτή η αλλαγή διατηρείται.

Η νέα συμπεριφορά είναι πιο πιθανό να αποκτηθεί αν προέρχεται από κάποιον που θεωρείται πως έχει μια μορφή εξουσίας. Για παράδειγμα, αν τα παιδιά βλέπουν αυτή τη συμπεριφορά από κάποιον συνομήλικό τους δεν θα την αποκτήσουν και τα ίδια. Αν όμως, αυτή η συμπεριφορά έχει διαμορφωθεί από ένα μεγαλύτερο παιδί ή από κάποιον ενήλικα που θεωρείται κατά κάποιο τρόπο πρότυπο, τότε τα παιδιά είναι πιο πιθανό να αποκτήσουν αυτή τη συμπεριφορά.

Είναι πολλά τα συστατικά που συνθέτουν την παρατηρητική  μάθηση. Το πρώτο είναι η προσοχή. Ο παρατηρητής πρέπει να μάθει να επικεντρώνεται στο μοντέλο. Το επόμενο είναι η ικανότητα διατήρησης των πληροφοριών που αποκτήθηκαν και η αναπαραγωγή τους. Επίσης, πρέπει να υπάρχει ένα κίνητρο για την αλλαγή της συμπεριφοράς είτε αυτό το κίνητρο προέρχεται από το μοντέλο, είτε από το περιβάλλον.

Για παράδειγμα, αν ένα παιδί βλέπει να επαινούν ένα μεγαλύτερο παιδί επειδή έκανε κάτι, τότε κι αυτό θα επαναλάβει αυτή τη συμπεριφορά, ή αν βλέπει ένα παιδί να τιμωρείται για μια ανάρμοστη συμπεριφορά, η πιθανότητα να αναπαράγει αυτή τη συμπεριφορά μειώνεται αισθητά. Ομοίως, αν ένα παιδί βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου οι νέες συμπεριφορές τείνουν να τιμωρούνται, είναι πιθανό να μην αναπαράγει αυτή τη μοντελοποιημένη συμπεριφορά από φόβο μήπως τιμωρηθεί κι αυτό, ενώ αν βρίσκεται σε ένα περιβάλλον που οι νέες συμπεριφορές επαινούνται, τότε είναι πιθανό να αναπαραγάγει τη μοντελοποιημένη συμπεριφορά.

Η έρευνα που έχει γίνει πάνω στην παρατηρητική μάθηση έχει δείξει πως η τιμωρία μπορεί να μετριάσει όχι απαραίτητα την επίδειξη της συμπεριφοράς, αλλά την πιθανότητα αναπαραγωγής της μοντελοποιημένης συμπεριφοράς. Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν μικρή διαφορά, όμως στην πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί δείχνει πως οι άνθρωποι μπορεί να αποκτήσουν μια συμπεριφορά και πληροφορίες, χωρίς να έχουν άμεση ανταμοιβή για συγκεκριμένες συμπεριφορές.

Η παρατηρητική συμπεριφορά φαίνεται πως είναι ιδιαίτερα συχνή στην πρώιμη παιδική ηλικία και μπορεί να είναι μια φυσική αντίδραση στην εκμάθηση της «περιήγησης» σε έναν κόσμο που περιέχει τεράστιο όγκο νέων πληροφοριών.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει