Η γενετική ανεπάρκεια βιταμίνης D συνδέεται με τη θνησιμότητα

Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό BMJ μπορεί να παρέχει αποδείξεις για την αιτιώδη σχέση μεταξύ ανεπάρκειας της βιταμίνης D και του αυξημένου κινδύνου θανάτου.

Η μελέτη διαπίστωσε πως άτομα με γενετικά χαμηλές συγκεντρώσεις της συγκεκριμένης βιταμίνης διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από κάθε αιτία σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Αυτή, βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που τεκμηριώνεται σύνδεση μεταξύ ανεπάρκειας της βιταμίνης D και της θνησιμότητας. Είχε προηγηθεί άλλη μελέτη που ανέφερε πως τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D συνδέονται με τον πρόωρο θάνατο.

Ωστόσο, οι ερευνητές της τελευταίας μελέτης, με επικεφαλής τον καθηγητή Borge Nordestgaard του Τμήματος Κλινικής Βιοχημείας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης, στη Δανία, επισήμανε πως ένα ερώτημα παραμένει ασαφές: Είναι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D η αιτία για την κακή υγεία ενός ανθρώπου ή είναι το αποτέλεσμά της;

«Αυτό είναι ένα σημαντικό ζήτημα, καθώς εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο λαμβάνουν τακτικά συμπληρώματα βιταμίνης D, προφανώς με στόχο την πρόληψη των ασθενειών και ελπίζουν πως θα ζήσουν περισσότερο», λένε οι συγγραφείς της μελέτης.

Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, ο καθηγητής Nordestgaard και οι συνεργάτες του ανέλυσαν 95.766 άτομα από τη Δανία, που είχε εντοπιστεί ότι έχουν παραλλαγές στα γονίδια DHCR7 και CYP2R1, τα οποία είναι γνωστό ότι μειώνουν τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό. Αυτού του είδους η ανάλυση καλείται «Μεντελική Τυχαιοποίηση», με τους συμμετέχοντες να έχουν εντοπιστεί από τρεις διαφορετικές ομάδες έρευνας στην Κοπεγχάγη.

Τα επίπεδα βιταμίνης D, όπως μετρήθηκαν από τις συγκεντρώσεις της 25-υδροξυβιταμίνης D (κύρια μορφή ορμόνης που βρίσκεται στο αίμα, μέσω της οποίας παρακολουθούνται τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό) καταγράφηκαν μεταξύ 35.334 συμμετεχόντων, μαζί με άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τη θνησιμότητα, όπως τα επίπεδα της σωματικής δραστηριότητας, η κατανάλωση αλκοόλ, ο δείκτης μάζας σώματος, η αρτηριακή πίεση, τα επίπεδα χοληστερόλης και το κάπνισμα.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης αποκάλυψαν ότι οι συμμετέχοντες με χαμηλά επίπεδα γενετικά βιταμίνης D αντιμετώπιζαν υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, σε σύγκριση με εκείνους που δεν έχουν γενετικά χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.

Οι ερευνητές επεσήμαναν, ωστόσο, ότι δεν βρήκαν καμία συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων γενετικά χαμηλής βιταμίνης D και αυξημένου κινδύνου καρδιαγγειακής θνησιμότητας.

Σχολιάζοντας τα ευρήματά τους, οι ερευνητές στην έκθεσή τους έγραψαν:

«Τα ευρήματα αυτά είναι συμβατά με την έννοια ότι οι γενετικά χαμηλές συγκεντρώσεις 25-υδροξυβιταμίνης D μπορεί να σχετίζονται αιτιολογικά με τη θνησιμότητα που οφείλεται στον καρκίνο και άλλες αιτίες, αλλά δείχνουν επίσης ότι η παρατηρητική σχέση με την καρδιαγγειακή θνησιμότητα θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα σύγχυσης. Η κλινική επίπτωση των ευρημάτων μας παραμένει περιορισμένη, καθώς η ευρεία χρήση συμπληρωμάτων βιταμίνης D μπορεί να συνιστάται μόνο αφού αποδειχθεί το όφελός τους σε τυχαιοποιημένες παρεμβατικές μελέτες».

Σχολιάζοντας τη μελέτη ερευνητές από το Βρετανικό Ιδρυμα Καρδιάς, στη Μεγάλη Βρετανία, υποστήριξαν πως «απαιτούνται περισσότερα δεδομένα για να επιβεβαιωθεί ότι ισχύουν τα συγκεκριμένα ευρήματα».

Πρόσθεσαν, ωστόσο, ότι «τα ευρήματα προσφέρουν λόγους για αισιοδοξία», σχετικά με τα αποτελέσματα μελλοντικών μεγάλων κλινικών δοκιμών για την αξιολόγηση της σχέσης ανεπάρκειας βιταμίνης D και θνησιμότητας. Σημείωσαν δε, πως το 2017 λήγει η μεγάλη μελέτη συμπληρωμάτων βιταμίνης D οπότε «δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε πολύ για να δούμε αν τα αποτελέσματα της Μεντελικής Τυχαιοποίησης και των δοκιμών μεγάλης κλίμακας βρίσκονται σε συμφωνία».

Αξίζει, πάντως, να αναφερθεί πως σε μια μελέτη για ενήλικες με άσθμα που έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D, διαπιστώθηκε πως διατρέχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο από τις κρίσεις άσθματος, παρά από την έλλειψη βιταμίνης D.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει